- ῥίγεα
- ῥί̱γεα , ῥῖγοςfrostneut nom/voc/acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυματώδης — καυματώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύμα] αυτός που καίει πολύ («θέρος οὐ λίην καυματῶδες ἐγένετο», Ιπποκρ.) αρχ. πυρετώδης («καυματώδεα ῥίγεα») … Dictionary of Greek
πυρετώδης — ες / πυρετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.) 2. φλεγμονώδης 3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.) 4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
υπολέθριος — ον, Α σχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλέθριος] … Dictionary of Greek